πουντιάζω

πουντιάζω
και ποντιάζω Ν [πούντα]
(αμτβ.)
1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.)
2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις»)
3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί κρυολόγημα («κλείσε το παράθυρο, θα μάς πουντιάσεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πουντιάζω — πουντιάζω, πούντιασα, πουντιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποντιάζω — Ν βλ. πουντιάζω …   Dictionary of Greek

  • πλευριτώνω — πλευρίτωσα, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος, 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει, ώστε να πάθει πλευρίτιδα, να πουντιάσει: Με πλευρίτωσε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., πουντιάζω, κρυολογώ, παθαίνω πλευρίτιδα, και παθ. πλευριτώνομαι: Κάθισα ιδρωμένος στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”