- πουντιάζω
- και ποντιάζω Ν [πούντα](αμτβ.)1. διαβρέχομαι, μουσκεύομαι («έγιναν βάλτοι τα βουνά, οι ράχες εποντιάσαν», Βαλαωρ.)2. κρυολογώ, παθαίνω πούντα («βάλε ένα ρούχο πανω σου, θα πουντιάσεις»)3. (μτβ.) εκθέτω κάποιον σε ρεύμα με κίνδυνο να υποστεί κρυολόγημα («κλείσε το παράθυρο, θα μάς πουντιάσεις»).
Dictionary of Greek. 2013.